- θοραίος
- θοραῑος, -αία, -ον (Α) [θορός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θορόν*, δηλ. στο σπέρμα, αυτός που περιέχει σπέρμα2. ως κύριο όν. ὁ Θοραῑοςεπίθ. τού Απόλλωνος ως θεού τής αύξησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.